- οἰοβώτας
- οἰο-βώτας, ου, ὁ,A feeding alone, prop. of cattle, metaph. of Ajax, φρενὸς οἰ., = μονόφρων, S.Aj.614 (unless φρενός is to be joined with πένθος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιοβώτας — οἰοβώτας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τρέφεται, που βόσκει μόνος του 2. μτφ. (για τον Αίαντα) αυτός που περιπλανιέται μόνος («νῡν δ αὖ φρενὸς οἰοβώτας φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται», Σοφ.) 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἰοβώτης, αὐθαίρετος, ὡς ἂν εἴπη … Dictionary of Greek
οἰοβώτας — οἰοβώτᾱς , οἰοβώτας feeding alone masc acc pl (doric) οἰοβώτᾱς , οἰοβώτας feeding alone masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰοβώτης — οἰοβώτας feeding alone masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)